- κλαγγαίνω
- κλαγγαίνω (Α) [κλαγγή](για κυνηγετικά σκυλιά) γαυγίζω («ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγάνεις δ' ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ' ἐκλείπων πόνου», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαγγανόντων — κλαγγαίνω give tongue pres part act masc/neut gen pl κλαγγαίνω give tongue pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγάνει — κλαγγαίνω give tongue pres ind mp 2nd sg κλαγγαίνω give tongue pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγαίνεις — κλαγγαίνω give tongue pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγώ — κλαγγῶ, έω (Α) [κλαγγή] κλαγγαίνω … Dictionary of Greek